- πρεσβευτής
- ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Απρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να μεταφέρει μηνύματα, ο πρέσβηςαρχ.1. πράκτορας ή επίτροπος2. μεσίτης3. στρατιωτικός αξιωματούχος, ύπαρχος, αντιστράτηγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρεσβεύω (για τους διαλεκτικούς τ. βλ. πρέσβυς)].
Dictionary of Greek. 2013.